- καταχαλώ
- και καταχαλνώ (AM καταχαλῶ, -άω, Μ και καταχαλνώ)(μτβ.) καταστρέφω, φθείρω ολοσχερώςνεοελλ.(αμτβ.) καταστρέφομαι εντελώςνεοελλ.-μσν.1. γκρεμίζω2. εξαφανίζω, αφανίζω3. εξολοθρεύω, φονεύω4. βασανίζω, τυραννώ5. (ο πληθ. τού ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) τα καταχαλασμένατα χαλάσματα, τα ερείπιαμσν.μέσ. καταχαλῶμαιξεπέφτω, διαφθείρομαιαρχ.κατεβάζω κάποιον («κατεχάλασεν αὐτοὺς διὰ τῆς θυρίδος», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.